θρονί

θρονί
το кресло; сиденье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θρονί" в других словарях:

  • θρονί — το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) [θρόνος] 1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο 2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνος νεοελλ. 1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση τού ναού, όπου τοποθετείται εικόνα τής Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί τής… …   Dictionary of Greek

  • θρονί — το ιού 1. κάθισμα. 2. χώρος όπου τοποθετείται μόνιμα κάποια εικόνα: Το θρονί της Παναγιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρονί — θρονίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονίδα — η (ΑΜ θρονίς, ίδος) νεοελλ. στρ. περιορισμένο φάτνωμα χαμηλού πυροβολείου (μσν. αρχ.) μικρός θρόνος, θρονί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θρόνος*] …   Dictionary of Greek

  • θρόνιον — θρόνιον, τὸ (Α) [θρόνος] βλ. θρονί …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • στασίδι — Ξύλινο ψηλό κάθισμα που βρίσκεται στους ορθόδοξους ναούς. Τα σ. είναι τοποθετημένα συνήθως κατά μήκος των τοίχων των ναών και μερικές φορές κοντά στο δεσποτικό θρόνο ή απέναντι από αυτόν. Χρησιμοποιούνται από τους εκκλησιαζόμενους για να… …   Dictionary of Greek

  • Κύκκου, μονή — Μονή της Κύπρου. Βρίσκεται στο όρος Τρόοδος, σε υψόμετρο περίπου 1.300 μ. και είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Ιδρύθηκε κατά τα τέλη του 11ου αι. ύστερα από δωρεά του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, ο οποίος δώρισε επίσης στη μονή μία εικόνα της Θεοτόκου, από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»